απροσωπόληπτον
Смотреть что такое "απροσωπόληπτον" в других словарях:
ἀπροσωπόληπτον — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc sg ἀπροσωπόληπτος not respecting persons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)